ακυλοπαράγωγα

ακυλοπαράγωγα
Οργανικές χημικές ενώσεις με γενικό τύπο RCOA, όπου RCO- η οργανική ρίζα ακύλιο και Α ένα μονοσθενές σύμπλεγμα. Είναι παράγωγα των καρβονικών οξέων και ανάλογα με τη μορφή του Α διακρίνονται σε ακυλαλογονίδια, αμίδια και κετόνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιαλικός — (I) ή, ό / σιαλικός, ή, όν, ΝΜΑ [σίαλον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίαλο, στο σάλιο νεοελλ. φρ. α) «άνω σιαλικός πυρήνας» ανατ. πυρήνας τού εγκεφαλικού στελέχους από τον οποίο εκπορεύονται οι προγαγγλιακές παρασυμπαθητικές ίνες που… …   Dictionary of Greek

  • φορμυλοπαράγωγα — τα, Ν (βιοχ.) ακυλοπαράγωγα που προέρχονται από το μυρμηκικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formyl derivatives] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”